λεμονόφλουδα

λεμονόφλουδα
η , λεμονόφλουδο τό
1) лимонная корка, цедра лимона; 2) см. λεμονόκουπα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λεμονόφλουδα" в других словарях:

  • λεμονόφλουδα — η, και λεμονόφλουδο, το 1. ο φλοιός τής λεμονιάς 2. η φλούδα τού λεμονιού …   Dictionary of Greek

  • λεμονόφλουδα — η η φλούδα του λεμονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεμόνι — και λεϊμόνι, το (Μ λεμόνιον) 1. ο ωοειδής κίτρινος καρπός τής λεμονιάς 2. ο χυμός τού λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. λεμόνιον < ιταλ. limone < περσ. lĩmun. Ο τ. λεϊμόνι με ανάπτυξη ι , πιθ. με επίδραση τού αραβ. laymūn. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»